- σηκωμός
- [сикомос] ουσ. а. восстание.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σηκωμός — ο, Ν 1. σήκωμα, ανύψωση 2. σήκωμα, μεταφορά βαριού αντικειμένου 3. μτφ. α) εξέγερση, ξεσηκωμός β) ξύπνημα, αφύπνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκώνω + κατάλ. μός (πρβλ. σκοτω μός, τελειω μός)] … Dictionary of Greek
σηκωμός — ο σήκωμα, εξέγερση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)